ἀποκρέμαμαι

ἀποκρέμαμαι
ἀπο-κρέμᾰμαι, [voice] Pass.,
A hang down from, hang on by, Arist.HA553b3; τὰ ἀποκρεμάμενα appendages, ib.620b14; [tense] impf.

ἀπεκρεμάμην Q.S.11.197

; [tense] aor.

ἀπεκρεμάσθην Luc.DDeor.21.1

;

ἀποκρεμάμενος τὴν ῥῖνα

hook-nosed,

Philostr.Her.3.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποκρέμαμαι — βλ. αποκρεμώ …   Dictionary of Greek

  • αποκρεμώ — ( άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι) Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω νεοελλ. 1. τελειώνω το κρέμασμα 2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο αρχ. φρ. 1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν»… …   Dictionary of Greek

  • προσαποκρέμαμαι — Α [ἀποκρέμαμαι] κρεμιέμαι ακόμη από κάπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”